Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μούσκεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μούσκεμα [ˈmuscɛma] SUBST ουδ (βρέξιμο)

μούσκεμα
Nassmachen ουδ
είμαι μούσκεμα
γίνομαι μούσκεμα
τα κάνω μούσκεμα οικ (αποτυχαίνω)

Παραδειγματικές φράσεις με μούσκεμα

είμαι μούσκεμα
γίνομαι μούσκεμα
ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα
τα κάνω μούσκεμα οικ (αποτυχαίνω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский