Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαθητεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαθητ|εύω <-εψα [ή -ευσα] > [maθiˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

1. μαθητεύω (σπουδάζω, μαθαίνω):

μαθητεύω

2. μαθητεύω (είμαι μαθητής):

μαθητεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский