Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαθηματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαθηματικ|ός <-ή, -ό> [maθimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μαθηματικός
Mathematik θηλ ενικ

II . μαθηματικ|ός [maθimatiˈkɔs] SUBST mf

μαθηματικός
Mathematiker(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με μαθηματικός

μαθηματικός συνεπεξεργαστής
φημίστηκε ως μαθηματικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский