Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάθηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάθησ|η <-εις> [ˈmaθisi] SUBST θηλ

1. μάθηση (απόκτηση γνώσεων):

μάθηση
Lernen ουδ
(κλασική) εξαρτημένη μάθηση ΨΥΧ

2. μάθηση (παιδεία):

μάθηση
Bildung θηλ

3. μάθηση (πείρα):

μάθηση
Erfahrung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μάθηση

(κλασική) εξαρτημένη μάθηση ΨΥΧ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский