Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λούτσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λούτσα [ˈlutsa] SUBST θηλ

λούτσα
Pfütze θηλ
γίνομαι λούτσα
κάνω κάποιον λούτσα

Παραδειγματικές φράσεις με λούτσα

γίνομαι λούτσα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский