Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντιπρόσωπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντιπρόσωπος [andiˈprɔsɔpɔs] SUBST mf

1. αντιπρόσωπος (γενικά):

αντιπρόσωπος
Vertreter(in) αρσ (θηλ)
γενικός αντιπρόσωπος
εμπορικός αντιπρόσωπος
γενικός εμπορικός αντιπρόσωπος
Prokurist αρσ
αντιπρόσωπος της επιχείρησης
Firmenvertreter(in) αρσ (θηλ)
αντιπρόσωπος των εργατών
Arbeitnehmervertreter(in) αρσ (θηλ)
αντιπρόσωπος των εργοδοτών
Arbeitgebervertreter(in) αρσ (θηλ)
κύριος αντιπρόσωπος
αντιπρόσωπος του προσωπικού
Belegschaftsvertreter(in) αρσ (θηλ)

2. αντιπρόσωπος (μεγάλης επιχείρησης) ΠΟΛΙΤ:

αντιπρόσωπος
Repräsentant(in) αρσ (θηλ)
αποκλειστικός αντιπρόσωπος
Alleinvertreter(in) αρσ (θηλ)
διπλωματικός αντιπρόσωπος

Παραδειγματικές φράσεις με αντιπρόσωπος

γενικός αντιπρόσωπος
εμπορικός αντιπρόσωπος
αποκλειστικός αντιπρόσωπος
Alleinvertreter(in) αρσ (θηλ)
διπλωματικός αντιπρόσωπος
κύριος αντιπρόσωπος
αντιπρόσωπος των εργατών
Arbeitnehmervertreter(in) αρσ (θηλ)
αντιπρόσωπος των εργοδοτών
Arbeitgebervertreter(in) αρσ (θηλ)
αντιπρόσωπος του προσωπικού
Belegschaftsvertreter(in) αρσ (θηλ)
γενικός εμπορικός αντιπρόσωπος
Prokurist αρσ
αντιπρόσωπος της επιχείρησης
Firmenvertreter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский