Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάθεμά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάθεμα [aˈnaθɛma] SUBST ουδ

1. ανάθεμα (κατάρα):

Fluch αρσ
(π') ανάθεμά τον!

2. ανάθεμα ΘΡΗΣΚ (αφορισμός):

Kirchenbann αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ανάθεμά

(π') ανάθεμά τον!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский