Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμφιβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμφ|ιβάλλω <-έβαλα> [aɱfiˈvalɔ] VERB αμετάβ

αμφιβάλλω για κάτι
αμφιβάλλω αν

Παραδειγματικές φράσεις με αμφιβάλλω

αμφιβάλλω αν
αμφιβάλλω για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский