Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αεροβόλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αεροβόλο [aɛrɔˈvɔlɔ] SUBST ουδ (τουφέκι)

αεροβόλο
Luftgewehr ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αεροβόλο

αεροβόλο πιστόλι
αεροβόλο όπλο
Luftgewehr ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский