Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αερόβιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αερόβιο [aɛˈrɔviɔ] SUBST ουδ ΒΙΟΛ

αερόβιο
Aerobier αρσ
δυνητικό αερόβιο

Παραδειγματικές φράσεις με αερόβιο

δυνητικό αερόβιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский