I.defend [αμερικ dəˈfɛnd, βρετ dɪˈfɛnd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. defend (physically):
2.1. defend (verbally):
3. defend ΝΟΜ:
II.defend [αμερικ dəˈfɛnd, βρετ dɪˈfɛnd] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. defend ΝΟΜ:
- Jones was defending and Smith prosecuting
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.