smattering [αμερικ ˈsmædərɪŋ, βρετ ˈsmatərɪŋ] ΟΥΣ
1. smattering (slight knowledge):
- smattering χωρίς πλ
- nociones θηλ πλ
- smattering χωρίς πλ
- I have a smattering of German
- I have a smattering of German
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.