I.jar2 <μετ ενεστ jarring; παρελθ, μετ παρακειμ jarred> [αμερικ dʒɑr, βρετ dʒɑː] ΡΉΜΑ μεταβ (jolt)
II.jar2 <μετ ενεστ jarring; παρελθ, μετ παρακειμ jarred> [αμερικ dʒɑr, βρετ dʒɑː] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. jar (clash):
III.jar2 [αμερικ dʒɑr, βρετ dʒɑː] ΟΥΣ (jolt)
- jar
- sacudida θηλ