I. uveljávlja|ti <-m; uveljavljal> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
1. uveljavljati (pridobivati veljavo):
2. uveljavljati (uresničevati):
uveljávi|ti <-m; uveljavil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
uveljaviti στιγμ od uveljavljati:
I. uveljávlja|ti <-m; uveljavljal> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
1. uveljavljati (pridobivati veljavo):
2. uveljavljati (uresničevati):
nèuveljávljen <-a, -o> ΕΠΊΘ
uveljávljenost <-inavadno sg > ΟΥΣ θηλ
razveljávlja|ti <-m; razveljavljal> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.