prikljúči|ti <-m; priključil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
priključiti στιγμ od priključevati:
I. priključ|eváti <priključújem; priključevàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
1. priključevati (vagon):
2. priključevati (del ozemlja):
3. priključevati (na omrežje):
II. priključ|eváti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα
priključevati priključevati se:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.