odklòn <odklôna, odklôna, odklôni> ΟΥΣ αρσ
odklen|íti <odklénem; odklênil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
odkleniti στιγμ od odklepati:
odklénka|ti <-m; odklenkal> ΡΉΜΑ στιγμ αμετάβ οικ
odkloníl|en <-na, -no> ΕΠΊΘ
odklòp <odklópa, odklópa, odklópi> ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.