obvé|zati <-žem; obvezal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
obvezati στιγμ od obvezovati I. :
I. obvez|ováti <obvezújem; obvezovàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ (nameščati obvezo)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.