στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
στο λεξικό PONS
I. vichingo (-a) <-ghi, -ghe> [vi·ˈkiŋ·go] ΕΠΊΘ (dei Vichinghi)
- vichingo (-a)
-
II. vichingo (-a) <-ghi, -ghe> [vi·ˈkiŋ·go] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. vichingo ΙΣΤΟΡΊΑ:
- vichingo (-a)
-
2. vichingo χιουμ (persona nordica):
- vichingo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.