στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. sciovinista <m.πλ sciovinisti, f.pl. scioviniste> [ʃoviˈnista] ΕΠΊΘ
sciovinista persona, atteggiamento, discorso:
II. sciovinista <m.πλ sciovinisti, f.pl. scioviniste> [ʃoviˈnista] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.