στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
rimpetto [rimˈpɛtto]
rimpetto → dirimpetto
I. dirimpetto [dirimˈpɛtto] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. dirimpetto [dirimˈpɛtto] ΕΠΊΡΡ
dirimpetto vivere, abitare:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.