στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. ramificato [ramifiˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
ramificato → ramificare
II. ramificato [ramifiˈkato] ΕΠΊΘ
I. ramificare [ramifiˈkare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
II. ramificarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
ramificarsi tronco, stelo, nervo, vena, strade:
-
- ramificato
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.