I. rabbuffato [rabbufˈfato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
rabbuffato → rabbuffare
II. rabbuffato [rabbufˈfato] ΕΠΊΘ
I. rabbuffare [rabbufˈfare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. rabbuffare (arruffare):
- rabbuffare capelli
-
2. rabbuffare (sgridare):
- rabbuffare persona
-
II. rabbuffarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
rabbuffarsi tempo:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.