στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
mutualistico <πλ mutualistici, mutualistiche> [mutuaˈlistiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. mutualistico (relativo alla mutualità):
- mutualistico principio
-
2. mutualistico (previdenziale):
- ente mutualistico
-
3. mutualistico ΒΙΟΛ (riferito al mutualismo):
- mutualistico
-
στο λεξικό PONS
mutualistico (-a) <-ci, -che> [mu·tua·ˈlis·ti·ko] ΕΠΊΘ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
- mutualistico (-a) (ente, organizzazione)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- mutilato
- mutilatore
- mutilazione
- mutilo
- mutismo
- mutualistico
- mutualità
- mutuamente
- mutuante
- mutuare
- mutuatario