I. imparruccato [imparrukˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
imparruccato → imparruccare
II. imparruccato [imparrukˈkato] ΕΠΊΘ
I. imparruccare [imparrukˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.