στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. francescano [frantʃesˈkano] ΕΠΊΘ
1. francescano (relativo a San Francesco):
- francescano spirito, frate, ordine
-
II. francescano (francescana) [frantʃesˈkano] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- francescano (francescana)
-
στο λεξικό PONS
francescano (-a) ΕΠΊΘ (monastero, spirito)
- francescano (-a)
-
francescano [fran·tʃes·ˈka:·no] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.