στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. ecologista <m.πλ ecologisti, f.pl. ecologiste> [ekoloˈdʒista] ΕΠΊΘ
II. ecologista <m.πλ ecologisti, f.pl. ecologiste> [ekoloˈdʒista] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. ecologista (ecologo):
2. ecologista (ambientalista, verde):
-
- ecologisti, unitevi!
-
- ecologista αρσ θηλ
-
- ecologista αρσ θηλ
-
- ecologista αρσ θηλ
- ecology movement, issue
-
-
- ecologista αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
ecologista <-i αρσ, -e θηλ> [e·ko·lo·ˈdʒis·ta] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.