στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. binomio <πλ binomi, binomie> [biˈnɔmjo, mi, mje] ΕΠΊΘ
- binomio
-
στο λεξικό PONS
binomio <-i> [bi·ˈnɔ:·mi·o] ΟΥΣ αρσ
1. binomio ΜΑΘ:
- binomio
-
2. binomio μτφ (coppia):
- binomio
-
-
- binomio αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.