I. annessionista <m.πλ annessionisti, f.pl. annessioniste> [annessjoˈnista] ΕΠΊΘ
- annessionista
-
II. annessionista <m.πλ annessionisti, f.pl. annessioniste> [annessjoˈnista] ΟΥΣ αρσ θηλ
- annessionista
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.