στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. affusolato [affusoˈlato, affuzoˈlato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
affusolato → affusolare
II. affusolato [affusoˈlato, affuzoˈlato] ΕΠΊΘ (sottile, snello)
I. affusolare [affusoˈlare, affuzoˈlare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. affusolarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
I. affusolare [affusoˈlare, affuzoˈlare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. affusolarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.