στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. abbacchiato [abbakˈkjato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
abbacchiato → abbacchiare
II. abbacchiato [abbakˈkjato] ΕΠΊΘ οικ (avvilito)
I. abbacchiare [abbakˈkjare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. abbacchiare (avvilire):
- abbacchiare οικ
-
- abbacchiare persona
-
II. abbacchiarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
abbacchiarsi οικ:
στο λεξικό PONS
abbacchiato [ab·ba·kˈkia:·to] ΕΠΊΘ
- abbacchiato
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- AA
- AA.VV.
- abaco
- abadessa
- abadia
- abbacchiato
- abbacchiatura
- abbacchio
- abbacinamento
- abbacinante
- abbacinare