στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
olimpico2 <πλ olimpici, olimpiche> [oˈlimpiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
olimpico giochi, stadio, fiaccola, villaggio, disciplina:
- olimpico
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.