στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. olandese [olanˈdese] ΕΠΊΘ
olandese cultura, cibo, politica:
- olandese
-
II. olandese [olanˈdese] ΟΥΣ αρσ θηλ
-
- olandese θηλ
-
- olandese
στο λεξικό PONS
olandese1 [o·lan·ˈde:·se] sing ΟΥΣ αρσ (lingua)
- olandese
-
I. olandese2 ΕΠΊΘ
- olandese
-
II. olandese2 ΟΥΣ αρσ θηλ
- olandese
- Dutchman αρσ
- olandese
- Dutchwoman θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.