I. sanitario [saniˈtarĭo, -a] ΕΠΊΘ, sanitaria
- sanitario
- sanitario, -a
II. sanitario [saniˈtarĭo, -a] ΟΥΣ αρσ
1. sanitario MIL :
- sanitario
-
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.