Oxford Spanish Dictionary
limítrofe ΕΠΊΘ
- limítrofe país/provincia
- bordering προσδιορ
- limítrofe país/provincia
- adjoining προσδιορ
- limítrofe país/provincia
- neighboring* προσδιορ
- limítrofe conflicto
- border προσδιορ
- patrullaban la zona limítrofe
-
- coterminous with sth
-
στο λεξικό PONS
limítrofe ΕΠΊΘ
- limítrofe
-
- país limítrofe
-
-
- limítrofe
limítrofe [li·ˈmi·tro·fe] ΕΠΊΘ
- limítrofe
-
- país limítrofe
-
-
- limítrofe
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- país limítrofe