Oxford Spanish Dictionary
infeccioso (infecciosa) ΕΠΊΘ
- infeccioso (infecciosa)
-
- para la prevención de enfermedades infecciosas
-
- infectious disease
-
στο λεξικό PONS
infeccioso (-a) ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ
infeccioso (-a) [in·fek·ˈsjo·so, -a; -ˈθjo·so, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.