Oxford Spanish Dictionary
inequívoco (inequívoca) ΕΠΊΘ
- inequívoco (inequívoca)
-
- inequívoco (inequívoca)
-
στο λεξικό PONS
inequívoco (-a) ΕΠΊΘ
- inequívoco (-a)
-
inequívoco (-a) [in·e·ˈki·βo·ko, -a] ΕΠΊΘ
- inequívoco (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.