Oxford Spanish Dictionary
guerrillero1 (guerrillera) ΕΠΊΘ
- guerrillero (guerrillera)
- guerrilla προσδιορ
guerrillero2 (guerrillera) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- guerrillero (guerrillera)
-
- los guerrilleros amnistiados
-
- guerrilleros bien armados y pertrechados
-
στο λεξικό PONS
guerrillero (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- guerrillero (-a)
-
guerrillero (-a) [ge·rri·ˈje·ro, -a, ˈʎe·ro, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- guerrillero (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.