Oxford Spanish Dictionary
geométrico (geométrica) ΕΠΊΘ
1. geométrico figura/cuerpo:
- geométrico (geométrica)
-
2. geométrico progresión/razón:
- geométrico (geométrica)
-
cuerpo geométrico ΟΥΣ αρσ
lugar geométrico ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
geométrico (-a) ΕΠΊΘ
- geométrico (-a)
-
-
- geométrico, -a
geométrico (-a) [xeo·ˈme·tri·ko, -a] ΕΠΊΘ
- geométrico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.