Oxford Spanish Dictionary
escandinavo (escandinava) ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- escandinavo (escandinava)
-
στο λεξικό PONS
escandinavo (-a) ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- escandinavo (-a)
-
escandinavo (-a) [es·kan·di·ˈna·βo, -a] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- escandinavo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.