Oxford Spanish Dictionary


colegial2 (colegiala) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. colegial (de un colegio):
στο λεξικό PONS


colegial(a) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. colegial (alumno):
2. colegial (persona inexperta):
colegial ΕΠΊΘ
2. colegial (inexperto):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.