Oxford Spanish Dictionary
carnívoro1 (carnívora) ΕΠΊΘ
- carnívoro (carnívora)
-
carnívoro2 ΟΥΣ αρσ
- carnívoro
-
στο λεξικό PONS
carnívoro (-a) ΕΠΊΘ
- carnívoro (-a)
-
-
- carnívoro(-a) αρσ (θηλ)
-
- carnívoro, -a
carnívoro (-a) [kar·ˈni·βo·ro, -a] ΕΠΊΘ
- carnívoro (-a)
-
-
- carnívoro(-a) αρσ (θηλ)
-
- carnívoro, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.