Oxford Spanish Dictionary
avasallador (avasalladora), avasallante ΕΠΊΘ
1. avasallador persona/actitud:
2. avasallador triunfo:
- avasallador (avasalladora)
- resounding προσδιορ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.