Oxford Spanish Dictionary
aborigen1 ΕΠΊΘ
- aborigen
-
- aborigen
-
aborigen2 ΟΥΣ αρσ θηλ
- aborigen
-
- aborigen
-
στο λεξικό PONS
I. aborigen ΕΠΊΘ
- aborigen
-
II. aborigen ΟΥΣ αρσ θηλ
- aborigen
-
-
- aborigen
I. aborigen [a·βo·ˈri·xen] ΕΠΊΘ
- aborigen
-
II. aborigen [a·βo·ˈri·xen] ΟΥΣ αρσ θηλ
- aborigen
-
-
- aborigen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.