χώρος [ˈxɔrɔs] SUBST αρσ
1. χώρος (ως έννοια):
- χώρος
- Raum αρσ
- εσωτερικός χώρος
- Innenraum αρσ
- εξωτερικός χώρος
- Außenraum αρσ
- ενδιάμεσος χώρος
- Zwischenraum αρσ
2. χώρος ΜΑΘ:
- χώρος
- Raum αρσ
- διανυσματικός χώρος
- Vektorraum αρσ
- κανονικός τοπολογικός χώρος
-
- πλήρης χώρος
-
- συζυγής χώρος
-
- συνεκτικός χώρος
-
3. χώρος (ελεύθερο μέρος):
- χώρος
- Platz αρσ
- χώρος
- Raum αρσ
- χώρος εργασίας
- Arbeitsumgebung θηλ
- νεκρός χώρος ΑΝΑΤ
-
- χώρος παραγωγής (σε εργοστάσιο)
-
- χώρος στάθμευσης
- Parkplatz αρσ
- χώρος απόθεσης τοξικών απορριμμάτων
- Giftmülldeponie θηλ
-
- Platzmangel αρσ
4. χώρος (περιοχή):
- χώρος
- Gebiet ουδ
- οικονομικός χώρος
- Wirtschaftsraum αρσ
- Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος
-
- Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος
-
6. χώρος (θήκη σε μηχάνημα):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- χώρος αρσ διαλείμματος (αίθουσα)
- Pausenraum αρσ
- χώρος αρσ βολής ΑΘΛ
- Schießstand αρσ
- χώρος αρσ παραγωγής (σε εργοστάσιο)
- χώρος αρσ εργασίας
- Arbeitsumgebung θηλ
- χώρος αρσ στάθμευσης
- Parkplatz αρσ