I. ομογεν|ής <-ής, -ές> [ɔmɔjɛˈnis] ΕΠΊΘ
1. ομογενής (του ίδιου γένους):
- ομογενής
-
2. ομογενής ΦΥΣ:
II. ομογεν|ής [ɔmɔjɛˈnis] SUBST mf (Έλληνας του εξωτερικού)
- ομογενής
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.