οικονομικ|ός <-ή, -ό> [ikɔnɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. οικονομικός (του οικονομικού συστήματος):
- οικονομικός
-
- έκθεση θηλ οικονομικής κατάστασης (σε επιχείρηση)
- Geschäftsbericht αρσ
- οικονομικός κύκλος
- Konjunkturzyklus αρσ
2. οικονομικός (που δεν καταναλώνει πολλά):
- οικονομικός
-
3. οικονομικός (όχι ακριβός):
- οικονομικός
-
4. οικονομικός (χρηματικός):
- οικονομικός
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- οικονομικός κλάδος
- Wirtschaftszweig αρσ
- οικονομικός αποκλεισμός
- οικονομικός αναλυτής
- Finanzanalyst αρσ
- οικονομικός ελεγκτής
- οικονομικός κύκλος
- Konjunkturzyklus αρσ