επικριτής (επικρίτρια) [ɛpikriˈtis, ɛpiˈkritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
2. επικριτής (αυτός που κατηγορεί, που μέμφεται):
- επικριτής (επικρίτρια)
-
επ|ικρούω <-έκρουσα> [ɛpiˈkruɔ] VERB μεταβ ΙΑΤΡ
επικρατ|ών <-ούσα, -ούν> [ɛpikraˈtɔn] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.