εξετά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɛˈtazɔ] VERB μεταβ
1. εξετάζω (κάποια υπόθεση, άρρωστο):
- εξετάζω
-
2. εξετάζω (μάρτυρα, ύποπτο):
- εξετάζω
-
3. εξετάζω (μαθητή, φοιτητή):
- εξετάζω
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.