I. δουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ðuˈlɛvɔ] VERB αμετάβ
1. δουλεύω (εργάζομαι):
2. δουλεύω (είμαι σε λειτουργία):
3. δουλεύω (συσκευή: λειτουργώ):
δουλεμέν|ος <-η, -ο> [ðulɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
αδούλευτ|ος <-η, -ο> [aˈðulɛftɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.