ανα|τρέφω <-θρεψα, -τράφηκα, -θρεμμένος> [anaˈtrɛfɔ] VERB μεταβ
1. ανατρέφω (μεγαλώνω):
ανατρεπτικ|ός <-ή, -ό> [anatrɛptiˈkɔs] ΕΠΊΘ (που αποσκοπεί την ανατροπή του κεθεστώτος)
ανατρεπόμενο [anatrɛˈpɔmɛnɔ] SUBST ουδ (φορτηγό)
-
- Kipper αρσ
αν|ατρέπω <-έτρεψα, -ατράπηκα> [anaˈtrɛpɔ] VERB μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.